«Θα συνεχίσουμε να είμαστε στους δρόμους, υπερασπιζόμενοι τα αυτονόητα δικαιώματά μας»





«Συνεχίζει αυτό το περίφημο διάταγμα, το οποίο απαξιώνει τους πάντες και τις διαδρομές όλων των ανθρώπων που έχουν σπουδάσει. Είναι απολύτως παράδοξο για ποιο λόγο κάτι τόσο παράλογο δεν επιλύεται...» τόνισε η Τζένη Αρσένη στην εκπομπή Χωρίς Μακιγιάζ του Attica.


«Για τους ανθρώπους του χορού, του θεάτρου, του κινηματογράφου υπάρχει ακύρωση στην πραγματικότητα των σπουδών μας, απ’ τη στιγμή που εξισωνόμαστε με το απολυτήριο του Λυκείου. Δεν μπορεί άνθρωποι οι οποίοι έχουν σπουδάσει περαιτέρω, μ’ έναν άδικο και απαξιωτικό τρόπο να φαίνεται ότι αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ...» συμπλήρωσε.



Ξεκίνησε μία ιστορία περί επιπλέον χρήματων που τάχα θα εξισώνουν τους καλλιτέχνες με την επόμενη εκπαιδευτική βαθμίδα. Το θέμα όμως δεν είναι οικονομικό. Το ότι ο Πρωθυπουργός μόνο χρήματα είχε να προσφέρει, μας κάνει να αισθανόμαστε ακριβώς ότι κάποιος πρώτα μας ακυρώνει, μας διαλύει και μετά μας πετάει και κάτι. Το σύνθημα "θέλουμε δικαιώματα και όχι επιδόματα" συνιστά την ουσία της όλης υπόθεσης. Θα συνεχίσουμε να είμαστε στους δρόμους, υπερασπιζόμενοι τα αυτονόητα δικαιώματά μας, την αξιοπρέπεια στον χώρο και στον πολιτισμό εν γένει. Η συνάντηση με τον Πρωθυπουργό δεν περιείχε διάλογο. Όταν κανείς κάνει μία συνάντηση περιμένει να υπάρξει ένας διάλογος μέσα από τον οποίο κανείς ακούει το ζήτημα και προσπαθεί να βρει λύση. Εδώ δεν επρόκειτο για κάτι τέτοιο. Ο πρωθυπουργός όμως ανακοίνωσε κάτι που αποφάσισε, αυτό δεν συνιστά διαδικασία διαλόγου. 


Στην ερώτηση «γιατί η Κυβέρνηση σας αφήνει να το φτάσετε στα άκρα και δεν υπολογίζει το πολιτικό κόστος από αυτή την εξέγερση;» απάντησε:

«Φοβάμαι, ότι το ζήτημα είναι βαθύτερο και ξεκινά από την γνωστή ιστορία όπου ξεσηκωθήκαμε εναντίον της κατάργησης των καλλιτεχνικών μαθημάτων, ήδη νωρίτερα από τα σχολεία. Αισθάνομαι ότι είναι μία συστηματική κίνηση ενάντια στην σκέψη, στην κρίση, στην καλλιέργεια των ανθρώπων, τον πολιτισμό εν συνόλω. Αυτό συστηματικά, όσο πολιτικό κόστος και αν έχει παράγει μία κοινωνία που δεν έχει ως κέντρο της τον ανθρωπισμό αλλά το χρήμα.

Πόσοι γονείς αγωνιούσαν ήδη από πριν σε σχέση με τα παιδιά τους και μια πιθανή ενασχόλησή τους με καλλιτεχνικά επαγγέλματα λόγω της ανασφάλειας που συνοδεύει τα επαγγέλματα αυτά. Αυτή η αγωνία εντείνεται μέσα από τα μέτρα αυτά. Ακόμη περισσότερο βλέπουμε έτσι οικογένειες και παιδιά που αντιμετώπιζαν έτσι και αλλιώς δυσκολίες, να δυσκολεύονται ακόμη περισσότερο να αποφασίσουν να ασχοληθούν επαγγελματικά με τις τέχνες.»